- παρασπονδώ
- παρασπονδῶ, -έω, ΝΑ [παράσπονδος]παραβαίνω, παραβιάζω συνθήκες, αθετώ συμφωνίααρχ.1. καταπατώ συνήθειες και έθιμα2. προδίδω την πίστη που οφείλω σε κάποιον3. (σχετικά με λατρευτικά είδωλα) βλασφημώ, προσβάλλω4. φρ. «παρασπονδῶ πίστεις (δεξιάς)» — παραβιάζω υποσχέσεις που επισφραγίστηκαν με όρκο (Διον. Αλ.)5. (κατά τον Ησύχ.) «παρεσπονδημένοιέκθεσμοι, παρηνομημένοι».
Dictionary of Greek. 2013.